εκατονταετηρικός

εκατονταετηρικός
-ή, -ό και εκατονταετήριος, -α, -ο
αυτός που αναφέρεται στην εκατονταετηρίδα («εκατονταετηρικός ύμνος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”